- γραπτέος
- γραπτέοςmasc/fem nom sgγραπτέοςmasc nom sgγραπτεύςmasc gen sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γραπτέα — γραπτέος neut nom/voc/acc pl γραπτέος neut nom/voc/acc pl γραπτέᾱ , γραπτέος fem nom/voc/acc dual γραπτέᾱ , γραπτέος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) γραπτέᾱ , γραπτεύς masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραπτέον — γραπτέος masc/fem acc sg γραπτέος neut nom/voc/acc sg γραπτέος masc acc sg γραπτέος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραπτέως — γραπτέος masc/fem acc pl (doric) γραπτέος masc acc pl (doric) γραπτέω̆ς , γραπτεύς masc gen sg γραπτεύς masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραπτέων — γράπτης wrinkled masc gen pl (epic ionic) γραπτέος masc/fem/neut gen pl γραπτέος masc/neut gen pl γραπτεύς masc gen pl γραπτέω̆ν , γραπτεύς masc gen pl γραπτός painted masc/fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγραψ — ἄγραψ (Μ) [γράφω] αυτός που δεν επιτρέπεται να ζωγραφίζεται (λέγεται για τον Χριστό, γιατί ως γιος τού Θεού δεν ήταν δυνατόν ούτε έπρεπε να ζωγραφίζεται, ενώ ως γιος τής Παναγίας επιτρεπόταν: «ἐκ πατρὸς ἄγραψ, ἐκ τεκούσης γραπτέος») … Dictionary of Greek